κόστος

κόστος
Η χρηματική ή άλλη θυσία που απαιτείται για την απόκτηση ενός αγαθού. Συνδέεται με τη βασική οικονομική παρατήρηση σχετικά με την ανεπάρκεια των αγαθών σε σχέση με τις ανθρώπινες ανάγκες, κατάσταση που δεν επιτρέπει την ελεύθερη διάθεσή τους και απαιτεί κάποιου είδους παραχώρηση. Το κ. παραγωγής καθορίζεται από τις συνθήκες της παραγωγής και τις τιμές των παραγωγικών πόρων. Στην οικονομική θεωρία αλλά και στη λειτουργία μιας επιχείρησης διακρίνονται διάφορες μορφές κ. Πάγιο κ. είναι το κ. που καταβάλλεται ανεξαρτήτως των παραγόμενων μονάδων του προϊόντος (π.χ. ενοίκιο εγκαταστάσεων), ενώ μεταβλητό κ. είναι αυτό που μεταβάλλεται ανάλογα με τον όγκο των παραγόμενων μονάδων (π.χ. οι πρώτες ύλες). Το άθροισμά τους δίνει το ολικό κ. Οριακό ονομάζεται το κ. που καταβάλλεται για μία επιπλέον μονάδα ενός προϊόντος, ενώ μέσο κ. καλείται το ολικό κ. διά τον αριθμό των παραγόμενων μονάδων του προϊόντος. Με την αύξηση της παραγόμενης ποσότητας, το μέσο κ. μπορεί να έχει σταθερή, κατερχόμενη ή ανερχόμενη τάση. Αν η απόδοση των συντελεστών παραγωγής (εργασίας και πρώτων υλών) που χρησιμοποιούνται συγχρόνως στην παραγωγή μπορούσε να διατηρηθεί ίση, η κατά μονάδα επιβάρυνση των μεταβλητών δαπανών θα έμενε σταθερή και, με την κατανομή του πάγιου κ. σε διαρκώς μεγαλύτερες ποσότητες του προϊόντος, το μέσο κ. θα μειωνόταν σταθερά. Όμως, ακόμα και η απόδοση των συντελεστών παραγωγής μεταβάλλεται με τη μεταβολή της παραγόμενης ποσότητας. Γι’ αυτό και το οριακό κ., αφού ακολουθήσει μια κατερχόμενη φάση που καταλήγει στον –τεχνικά αποδοτικότερο– συνδυασμό των συντελεστών παραγωγής (αντίστοιχο με ένα ελάχιστο μέσο κ.), αρχίζει έπειτα μια ανερχόμενη φάση, που σταματά στο σημείο διακοπής της παραγωγής, επειδή η τελευταία δεν είναι πια συμφέρουσα. Αυτά ισχύουν στη βραχυχρόνια περίοδο, όπου είναι δυνατόν να υπάρξει πάγιο κ. Ωστόσο, η οικονομική θεωρία εξετάζει επίσης το κ. στη μακροχρόνια περίοδο που ορίζεται ότι είναι τόσο μεγάλη ώστε όλοι οι συντελεστές παραγωγής μπορούν να είναι μεταβλητοί. Με αυτή την έννοια η μακροχρόνια περίοδος αποτελεί τη συνισταμένη όλων των δυνατών βραχυχρόνιων καταστάσεων, τις οποίες μπορεί να επιλέξει μια οικονομική μονάδα. Πριν πραγματοποιηθεί μια επένδυση, ο επιχειρηματίας βρίσκεται σε μια μακροχρόνια κατάσταση, καθώς μπορεί να επιλέξει μεταξύ ενός μεγάλου αριθμού επενδύσεων διαφορετικού τύπου και μεγέθους. Από τη στιγμή της επιλογής, τοποθετείται αυτομάτως σε μια βραχυχρόνια κατάσταση. Η μορφή της καμπύλης του μακροχρόνιου μέσου κ. ως προς τον αριθμό των παραγόμενων μονάδων του προϊόντος προσδιορίζει και την ύπαρξη ή όχι θετικών ή αρνητικών οικονομιών κλίμακος, δηλαδή αν η αύξηση του μεγέθους μιας επιχείρησης καθιστά αποδοτικότερη ή όχι τη λειτουργία της. Στη λογιστική, το ιστορικό κ. ισούται με την τιμή που περιουσιακού στοιχείου της επιχείρησης κατά τη χρονική στιγμή της αγοράς του. Αντίθετα, το κ. αντικατάστασης ισοδυναμεί με τη σημερινή τιμή του ίδιου ή αντίστοιχου στοιχείου. κ. ευκαιρίας. Η απώλεια του οφέλους για κάποιον, σε περίπτωση που πραγματοποιούσε κάποια άλλη δραστηριότητα (συγκεκριμένα την περισσότερο αποδοτική) από αυτήν στην οποία στράφηκε. κ. ζωής. Οι διάφοροι δείκτες του κ. ζωής ή τιμών καταναλωτού (τιμάριθμοι) υπολογίζονται από τις στατιστικές υπηρεσίες με την περιοδική καταγραφή των τιμών μιας προκαθορισμένης σειράς αγαθών, τα οποία ανταποκρίνονται στις υποθετικές ανάγκες μιας τυπικής οικογένειας. Οι τιμάριθμοι αυτοί χρησιμοποιούνται, μεταξύ άλλων, για τον υπολογισμό των μεταβολών του πραγματικού μισθού σε σχέση με τον χρηματικό μισθό και ως βάση για την εφαρμογή της κινητής κλίμακας, του επιδόματος ακρίβειας ζωής κλπ. Η μαζική βιομηχανική κατασκευή είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του μέσου κόστους παραγωγής, επειδή το πάγιο κόστος καταμερίζεται με τον τρόπο αυτό σε σημαντικές ποσότητες προϊόντων.
* * *
(I)
ο (ΑM κόστος, ο, και κόστον, τὸ)
1. αρωματικό φυτό που χρησιμοποιείται για θεραπευτικό σκοπό
μσν.
το φυτό ελένιον
αρχ.
αρωματική ρίζα όμοια με το πιπέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. από την αρχ. ινδ. kustha-. Την ελλ. λ. δανείστηκε με τη σειρά της η λατ. με τη μορφή costum, costus].
————————
(II)
το
1. η αξία ενός εμπορεύματος πριν επιβαρυνθεί με το εμπορικό κέρδος
2. η δαπάνη που απαιτείται για την αποπεράτωση ενός έργου ή η συνολική αξία ενός πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοστίζω, με υποχωρητ. σχηματισμό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κόστος — spice masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόστος — το (λ. ιταλ.) 1. η δαπάνη που απαιτείται για την αποπεράτωση έργου. 2. το όσο κοστίζει ένα εμπόρευμα προτού να επιβαρυνθεί με το εμπορικό κέρδος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… …   Dictionary of Greek

  • ντάμπινγκ — (dumping). Αγγλική λέξη που μπήκε στη διεθνή οικονομική ορολογία για το χαρακτηρισμό της πώλησης εμπορευμάτων σε μια ξένη αγορά, σε τιμή κατώτερη από το οριακό κόστος παραγωγής ή την τιμή στην εσωτερική αγορά. Το ν. μπορεί να ασκηθεί είτε από… …   Dictionary of Greek

  • εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …   Dictionary of Greek

  • μονοπώλιο — Οικονομικός όρος που χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς, όπου όλη η προσφορά ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας είναι συγκεντρωμένη στα χέρια ενός μόνο υποκειμένου, του μονοπωλητή. Για να χαρακτηριστεί μια αγορά ως μονοπωλιακή θα πρέπει η επιχείρηση …   Dictionary of Greek

  • συναγωνισμός — Λέγεται και ανταγωνισμός. Στην οικονομία χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς. Λέγεται τέλειος σ. μια ιδανική κατάσταση της αγοράς, που χαρακτηρίζεται από τις εξής προϋποθέσεις: αν η προσφορά και η ζήτηση ενός εμπορεύματος γίνονται από πολλά… …   Dictionary of Greek

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • αξία — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα, όπου σημαίνει τη σημασία που ο άνθρωπος αποδίδει σε ένα αγαθό. Η θεωρία της α. αποτέλεσε για πολύ καιρό ένα από τα θεμελιώδη σημεία της πολιτικής οικονομίας, επειδή οι οικονομολόγοι πίστευαν πως… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”